- θεηγορῶ
- θεηγορέωdiscourse of Godpres subj act 1st sg (attic epic doric)θεηγορέωdiscourse of Godpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεηγορώ — θεηγορῶ, έω (AM) [θεηγόρος] μιλώ για τον θεό αρχ. 1. μιλώ εκ μέρους τού θεού 2. μιλώ σαν να είμαι θεός … Dictionary of Greek
θεηγόρῳ — θεηγόρος one who discourses of God masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηγόρημα — θεηγόρημα, τὸ (Μ) [θεηγορώ] 1. ομιλία, πραγματεία για τον θεό 2. στον πληθ. τὰ θεηγορήματα συνοδική επιστολή τριών πατριαρχών προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek